Συβαρίτης

Συβαρίτης
ο, ΝΑ, θηλ. Συβαρίτισσα Ν και θηλ. Συβαρῑτις, -ίτιδος, Α
ο κάτοικος τής Συβάρεως («ἀνήρ Συβαρίτης ἐξέπεσεν ἐξ ἅρματος», Αριστοφ.)
νεοελλ.
ως προσηγ. συβαρίτης και συβαρίτισσα
μτφ.
1. άνθρωπος φιλήδονος, τρυφηλός
2. αυτός που ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του, φίλαυτος
αρχ.
φρ. «Συβαρίτιδες εὐωχίαι» — συβαριτικά συμπόσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σύβαρις «αποικία στην Κάτω Ιταλία» + κατάλ. -ίτης (πρβλ. Σκυβελ-ίτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Συβαρίτης — Συβαρί̱της , Συβαρίτης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συβαρίτης — ο κάτοικος της Σύβαρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Συβαρῖτα — Συβαρίτης masc voc sg Συβαρίτης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συβαρῖται — Συβαρίτης masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συβαρίτα — Συβαρί̱τᾱ , Συβαρίτης masc nom/voc/acc dual Συβαρί̱τᾱ , Συβαρίτης masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συβαρίτας — Συβαρί̱τᾱς , Συβαρίτης masc acc pl Συβαρί̱τᾱς , Συβαρίτης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • сибарит — род. п. а. Вероятно, через франц. sybarite изнеженный, сибаритский из лат. sybarīta, греч. Συβαρίτης житель города Сибарис, в Лукании, основанного ахейцами и жителями Тройзена . Этот город славился пышностью и разнузданностью …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Сибарит — (по названию древнегреческой колонии Сибарис, прославившейся богатством и роскошью) праздный, избалованный роскошью человек. В широком смысле, человек, живущий в роскоши, удовольствиях и праздности; или человек, любящий роскошь и удовольствия.… …   Википедия

  • sibarita — (Del lat. sybarita < gr. sybarites, habitante de Síbaris.) ► adjetivo/ sustantivo masculino femenino Se refiere a la persona aficionada a los placeres refinados: ■ le encanta vivir bien, es un sibarita. * * * sibarita (del lat. «Sybarīta», de… …   Enciclopedia Universal

  • Συβαρίτις — ίτιδος, ἡ, Α βλ. Συβαρίτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”